αναδεξιμιός — ο θηλ. ιά ουδ. αναδεξιμίδι ο βαφτιστικός: Στο χωριό που ήμασταν είχα και δυο αναδεξιμιούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδεξιμιός — ά, ό ο αναδεξιμιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. τού αναδεξιμιός] … Dictionary of Greek
-ιμιός — κατάλ. επιθ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προήλθε με συνίζηση από την κατάλ. ιμαῑος (βλ. αίος): ιμαῑος > ιμαιός > ιμιός.Παραδείγματα σε ιμιός: αναδεξιμιός, βαφτισιμιός, γεννησιμιός, κλεψιμιός, παραριξιμιός, ριζιμιός … Dictionary of Greek
αγορασιμιός — ά, ό αγοραστός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδ. Αθ., από *ἀγορασιμαῖος πρβλ. βαφτισιμιός, αναδεξιμιός κ.λπ. βλ. Χατζιδάκι στην «Αθηνά» 22, 1910, σ. 240 κ. Εξ.] … Dictionary of Greek
αναδεκτός — και χτός, ή 1. αυτός τον οποίο αναδέχεται κανείς από την κολυμβήθρα κατά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος, αναδεξιμιός, βαφτισιμιός, βαφτιστήρι 2. αυτός πού αναδέχεται από την κολυμβήθρα το παιδί που βαφτίστηκε, ανάδοχος, νονός. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
βαφτισιμιός — ο (θηλ. βαφτισιμιά, η) ο αναδεκτός, εκείνος τον οποίο «ανεδέχθη εκ της κολυμβήθρας» ο ανάδοχος κατά το βάφτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. *βαπτισιμαίος < βαπτίσιμος + (κατάλ.) αίος < βάπτισις (πρβλ. αναδεξιμιός, γεννησιμιός)] … Dictionary of Greek
γεννησιμιός — ά, ό 1. αυτός που υπάρχει σε κάποιον εκ γενετής 2. το γνήσιο τέκνο 3. φρ. «από γεννησιμιού» εκ γενετής, απ τη στιγμή τής γέννησης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γεννησ ιμαίος < γέννησις ( η) + (κατάλ.) ιμαίος (πρβλ. αναδεξιμιός, βαφτισιμιός)] … Dictionary of Greek
αναδεχτός — ή, ό βαφτιστικός, αναδεξιμιός: Μια στιγμή να σου συστήσω τον αναδεχτό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαφτισιμιός, -ιά, -ιό — βαφτισιμιός, ο θηλ. ιά ο αναδεξιμιός: Τα Χριστούγεννα πάντα αγοράζω δώρα για το βαφτισιμιό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)